- κηλεπίδεσμος
- οσυσκευή αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα προσκεφάλαια, που προορίζονται για το φράξιμο ενός κηλικού στομίου, και από ένα ελατήριο ή ζώνη για τη συγκράτηση τού ή τών προσκεφαλαίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + επίδεσμος].
Dictionary of Greek. 2013.